- τσακίρης
- Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών.
1. Οπλαρχηγός από τη Μεσαρά, το όνομα του οποίου είναι άγνωστο. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες της Κρήτης υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Κουρμούλη σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821-30). Ήταν αδελφοποιός του οπλαρχηγού Μιχαήλ Κόρακα, με τον οποίο αγωνίστηκε και στη θάλασσα. Μαζί με τον Κόρακα, με μικρά πλοία, προσέβαλλε τα ευρωπαϊκά πλοία που τροφοδοτούσαν τους Τούρκους.
2. Ιωάννης. Οπλαρχηγός ο οποίος καταγόταν από τους Κεφαλάδες. Πήρε μέρος σε συσκέψεις οπλαρχηγών στα Σφακιά και διακρίθηκε ως αρχηγός των συγχωριανών του σε διάφορες επιχειρήσεις της Δυτικής Κρήτης. Το 1827 αιχμαλωτίστηκε από τον Μουσταφά πασά και αποκεφαλίστηκε.
* * *ο, Νγαλανομάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cakir].
Dictionary of Greek. 2013.